Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Ποιο «LA ’92»; Οι ΗΠΑ βιώνουν κάτι πρωτοφανές (γι’ αυτές)

Διονύσης Ελευθεράτος

Όχι κατ’ ανάγκη ο κακοπροαίρετος, αλλά – πάντως- ο βιαστικός και επιπόλαιος παρατηρητής θα θεωρήσει, σε αδρές γραμμές, απλή έκφανση ενός περιοδικού φαινομένου τη θυελλώδη κατάσταση που επικράτησε στις ΗΠΑ, από την ημέρα της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ (25/5). Κάτι σαν τη μοίρα των σεισμογενών περιοχών, που βιώνουν μια ξεχωριστά ισχυρή δόνηση και κατόπιν «παραδίδονται» στο ερώτημα εάν το επόμενο δυνατό «κτύπημα» του Εγκέλαδου θα επέλθει έπειτα από 25, 30 ή 40 χρόνια.

Το σκεπτικό, απλό: Οι «τεκτονικές πλάκες» της ρατσιστικής θηριωδίας παραμένουν εκεί. Η ενέργεια σωρεύεται, ως οργή. Σωρεύεται εκ των πραγμάτων και ένεκα αστυνομικών, συχνότατα και δικαστικών, «ανδραγαθημάτων». Άρα είναι θέμα χρόνου να καταφθάσει το επόμενο μεγάλο «ξεθύμασμα» - και έτερον ουδέν….

Μοιάζει κατάλληλο για να υποβοηθήσει την (αρκετά δημοφιλή, στα ελληνικά ΜΜΕ) «θεωρία» της απλής επανάληψης το τελευταίο, προγενέστερο μεγάλο ξέσπασμα οργής, δηλαδή εκείνο στο Λος Άντζελες την άνοιξη του 1992, έπειτα από την αθώωση των τεσσάρων αστυνομικών που είχαν «τσακίσει» στο ξύλο τον Αφροαμερικανό Ρόντνεϊ Κινγκ (3/3/1991): Διάστημα 28 ετών δείχνει λογικό για μια μεγάλη σεισμική «αποφόρτιση». Δεν είναι, όμως, ακριβώς έτσι…
Τα χαρακτηριστικά του «ξεσπάσματος» του 1992 διαφέρουν πάρα πολύ από τα αντίστοιχα των σημερινών κινητοποιήσεων, των οποίων το εύρος συνιστά, από μόνο του, κάτι πρωτοφανές.

Ποτέ έως τώρα οι κακοποιήσεις και δολοφονίες Αφροαμερικανών από αστυνομικούς, ή οι δικαστικές «θωπείες» προς τους «πραιτωριανούς» του «νόμου και της τάξης» δεν είχαν προκαλέσει τόσο μαζικές κινητοποιήσεις σε όλη την επικράτεια της χώρας. Οποιαδήποτε αντίδραση, από αισθητή έως εξόχως δυναμική, αφορούσε κυρίως την αντίστοιχη κομητεία, πόλη, ή κάποιες γειτονικές περιοχές. Όσα έγιναν, όμως, μετά το φόνο του Φλόιντ έμοιαζαν με εξάπλωση πυρκαγιάς σε ξερά χόρτα, από το Κεντάκι ως την Καλιφόρνια και από το Σιάτλ ως τη Νέα Υόρκη.

Η συμμετοχή λευκών στις διαδηλώσεις είναι από αξιοσημείωτη έως εντυπωσιακά μεγάλη. Κάθε άλλο παρά αντιστοιχεί στα «κυβικά» μιας τιμητικής αντιπροσωπείας «φωτισμένων» λευκών, σε διαδικασία, ευγενή μεν, φυλετικά «στεγανοποιημένη» δε. Το ίδιο ισχύει και για την παρουσία των γυναικών στις διαδηλώσεις- εντονότατη είναι.

Η αποδοχή των κινητοποιήσεων, αξιοπρόσεκτη. Η τελευταία, ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι αράδες, σχετική δημοσκόπηση, ήταν αυτή την οποία διενήργησε το Ινστιτούτο Ipsos για λογαριασμό του πρακτορείου ειδήσεων Reuters. Το 64% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι συμφωνεί με τις κινητοποιήσεις, προς τις οποίες αντίθετο ήταν μόλις το 27% (το 9% απάντησε ότι δεν έχει διαμορφώσει άποψη). Επίσης: Πάνω από τους μισούς (συγκεκριμένα το 55%) εξέφρασαν διαφωνία με τους χειρισμούς του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επί του θέματος. Σύμφωνο δήλωσε μόλις το ένα τρίτο, δηλαδή - έχει κι αυτή τη σημασία του- λιγότεροι απ’ όσους κρίνουν γενικά καλή τη «δουλειά» του στο προεδρικό αξίωμα.

Φυσικά πρόκειται για αποτύπωμα «της στιγμής», αλλά σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό. Η δημοσκόπηση του Ipsos έγινε κατά το πρώτο διήμερο του Ιουνίου. Ο «μέσος Αμερικανός» είχε ήδη «βομβαρδιστεί», όχι μόνο με τους γνωστούς αφορισμούς του Τραμπ, αλλά και με τη συστηματική (και συστημική) απόπειρα να εμφανιστεί σκανδαλωδώς διογκωμένο το «ειδικό βάρος» των λεηλασιών στις διαμαρτυρίες, που «έκλειναν» ήδη μία εβδομάδα. Είχε ακούσει, ακόμη, ο «μέσος Αμερικανός» δημάρχους να ζητούν ανάπτυξη της Εθνοφρουράς στις πόλεις τους (όπως πχ έκανε ο Έρικ Γκαρσέτι, του Δημοκρατικού Κόμματος). Κι ίσως πρόλαβε να πληροφορηθεί για τη… ρηξικέλευθη ιδέα που διατύπωσε (Δευτέρα, 1/6) στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν: Οι αστυνομικοί να σημαδεύουν με τα όπλα τους «το πόδι αντί την καρδιά», όταν νιώθουν πως απειλούνται από ανθρώπους που δεν έχουν πυροβόλο όπλο!…

Όσα έκαναν «το ποτήρι να ξεχειλίσει»...

Όλα αυτά καθιστούν ακόμη πιο σημαντικό το «64% - 27%». Εάν, όμως, οι κινητοποιήσεις «εισέπραξαν» αυτήν την τόσο ξεχωριστή (για τις ΗΠΑ μιλάμε, μην το ξεχνάμε) λαϊκή αποδοχή, είναι επειδή εξέπεμψαν οι ίδιες «λαϊκότητα», ως προς τα βαθύτερα ελατήριά τους. Το ποτήρι της δυσφορίας και της οργής δεν το έκαναν να ξεχειλίσει μόνο τα δάκρυα για τον Φλόιντ, προστιθέμενα σ’ εκείνα που είχαν χυθεί για τους τόσους δολοφονημένους - με πασιφανή έλλειψη λογικής αιτίας- Αφροαμερικανούς, κατά το πρόσφατο παρελθόν (από τον Έρικ Γκάρνερ και τον Μάικλ Μπράουν το 2014 ως την Μπριόνα Τέιλορ τον περασμένο Μάρτιο, για να μην επεκταθούμε στα παλιότερα έτη).

Το ξεχείλισμα του ποτηριού δεν το επέφερε μόνον η διαρκής ροή του ιδρώτα αγωνίας από τα πρόσωπα των Αφροαμερικανών, που περπατούν στο δρόμο και δεν ξέρουν ποιες διαθέσεις έχουν οι αστυνομικοί, με τους οποίους διασταυρώνονται. Το ποτήρι δεν θα είχε ξεχειλίσει έτσι, εάν μέσα σ’ αυτό δεν έπεφταν δάκρυα και ιδρώτας (μόχθου, αγωνίας ή αμφότερα) από τα 42 των εκατομμύρια ανέργων, των δυνάμει ανέργων, των καταδικασμένων να ζουν στη μιζέρια και την επισφάλεια των «mini jobs», των κοινωνικά περιθωριοποιημένων. Οι 112.000 νεκροί από τον Covid - 19 και οι φρικτές ελλείψεις που χαρακτήρισαν την απόπειρα αντιμετώπισης της πανδημίας λειτούργησαν ως πολλαπλασιαστές: Υπογράμμισαν τη «γύμνια» της χώρας - Μέκκας του νεοφιλελευθερισμού. Την τραγικά χαμηλή θέση, την οποία κατέχουν η ανθρώπινη ζωή και ανθρώπινη αξιοπρέπεια στο «σύστημα αξιών» και την «πυραμίδα» των προτεραιοτήτων του.


Η αγανάκτηση για τον σχεδόν «θεσμοθετημένο» ρατσισμό έγινε εμπροσθοφυλακή της αντίδρασης στις κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες, στις συνέπειες – τελικά- του ίδιου του κοινωνικού δαρβινισμού. Η υπόθεση της πανδημίας, με τη σειρά της, ανέδειξε όλα τούτα τα προϋπάρχοντα με τρόπο καταλυτικό, δραματικό. Διότι ναι μεν οι Αφροαμερικανοί αποτελούν το 13,4% του πληθυσμού της χώρας και αντιστοιχούν σε αισθητά μεγαλύτερο ποσοστό (23%) επί του συνόλου όσων έχασαν τη ζωή τους από τον Covid, αλλά πόσο μακριά από το ζοφερό αυτό status βρίσκονται εκείνοι που διαθέτουν μεν δέρμα άλλου χρώματος, όχι όμως και την ευτυχία του επαρκούς χρήματος;

Ένα τμήμα της απάντησης απορρέει από αυτό που ανέφερε σε πρόσφατο τηλεγράφημά του το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Σύμφωνα με καταγγελίες, παρά την νομοθεσία Affordable Care Act που προώθησε ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κάποια νοσοκομεία ενώ δέχονται ιδιωτική χρηματοδότηση, αρνούνται να παρέχουν φροντίδα σε ανθρώπους ανασφάλιστους ή με ελλιπή ασφάλεια».

Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι κινητοποιήσεις με τέτοια «υφή», εύρος, «πολυφυλετική» συμμετοχή και υπόβαθρο, ελάχιστη σχέση διατηρούν με τα γεγονότα του 1992 στο Λος Άντζελες, ένα ολιγοήμερο ξέσπασμα που μάλιστα κατέληξε σε διαμάχες μελών της μαύρης και της ασιατικής κοινότητας, της πόλης.

Παραπέμποντας σε άλλο, μελλοντικό σημείωμα μια ειδική αναφορά στην τακτική του Τραμπ απέναντι στον ξεσηκωμό αυτό (πολλά είναι που χρήζουν ιδιαίτερων επισημάνσεων), φθάνουμε στο αναπόδραστο ερώτημα: Τελικά, τι μπορεί να αφήσει ως «παρακαταθήκη» αυτή η υπόθεση, πέραν ίσως από ορισμένες εξαγγελίες για άρση συγκεκριμένων μεθόδων, όπως πχ έκανε την περασμένη Παρασκευή η αστυνομία στη Μινεάπολη, ανακοινώνοντας ότι απαγορεύει εφεξής στα «όργανα» να ακινητοποιούν ανθρώπους με κεφαλοκλειδώματα, όπως αυτά που σκότωσαν τον Γκάρνερ και τον Φλόιντ;

Το κεντρικό αυτό ερώτημα επιμερίζεται σε αρκετά άλλα: Δεν είναι σίγουρο ότι οι κινητοποιήσεις αυτές σε λίγο θα καταλαγιάσουν; Δεν είναι, όχι ίσως βέβαιο, αλλά πάντως πιθανό να επέλθει συντηρητική αντεπίθεση, όπως κι αν αυτή μεθοδευτεί και εκφραστεί; Δεν είναι, από ιστορικής πλευράς, ενδεικτικά τα «μεθεόρτια» του αμερικανικού 1968, εκείνης της έκρηξης ενός ριζοσπαστισμού που δεν είχε ακόμη τελειωτικά σιωπήσει, όταν ο Νίξον επικρατούσε εκλογικά; Δεν ήταν αντίστοιχη και η εμπειρία του γαλλικού Μάη του ’68, με τον εκλογικό θρίαμβο του Ντε Γκολ;

Χίλια τοις εκατό λογικά και «στέρεα» τα παραπάνω ερωτήματα, αλλά ας μην λησμονούμε κάτι: Τη μοναδικότητα όσων συμβαίνουν, σήμερα, στις ΗΠΑ, για τα δεδομένα της χώρας. Ο παρισινός Μάης άμεσα δεν κέρδισε κάτι, αλλά άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα στη γαλλική κοινωνία και μόνιμους «πονοκεφάλους» στην πολιτική και την οικονομική ελίτ της χώρας. Ελίτ, που κατόπιν κουράστηκαν να μετρούν ακυρώσεις σχεδίων και «τομών» (αρχής γενομένης από την εκπαιδευτική «μεταρρύθμιση» του Ντεβακιέ το 1986) και αποκαθηλώσεις πολιτικών, οι οποίοι επέμειναν σε «λαομίσητες» κινήσεις (πχ Σαρκοζί, συνταξιοδοτικό).

Θα έχει ασφαλώς δίκιο, όποιος παρατηρήσει ότι η αμερικανική κοινωνία διαφέρει από τη γαλλική σε πολλά και σημαντικά όσο «η μέρα με τη νύχτα». Αλλά το πρωτόγνωρο του πράγματος τις ΗΠΑ αφορά, όχι άλλη χώρα. Σίγουρα υπάρχει δυνατότητα να αφήσει τα δικά του ανθεκτικά αποτυπώματα στην Αμερική το αντιρατσιστικό, προοδευτικό «τσουνάμι» της περιόδου αυτής. Τα «πώς» και «με ποιες προϋποθέσεις», μακάρι να έχουμε στο μέλλον εναύσματα να τα συζητάμε. Εναύσματα που θα προκύπτουν από γεγονότα, κινήσεις, δράσεις.

Το βέβαιο είναι ότι η αμερικανική «κανονικότητα» τα τελευταία χρόνια... ζορίστηκε δυο φορές, σε ισάριθμα πεδία, για να παραμείνει «κανονικότητα». Σε πολιτικό επίπεδο, δυσκολεύτηκε αρκετά να ξεμπερδέψει με το «φαινόμενο Μπέρνι Σάντερς», που μπορεί μεν να μην ενσαρκώνει καμία ανατρεπτική, αντικαπιταλιστική «πλατφόρμα», αλλά σίγουρα μοιάζει με... επικίνδυνο «αριστερισμό» σε μία χώρα, στην οποία, το 2009, δημοσιογράφος των New York Times ρωτούσε στα σοβαρά τον Ομπάμα αν ήταν σοσιαλιστής (!), έτοιμος να «βγάλει» τις ΗΠΑ από το δρόμο της ελεύθερης οικονομίας...

Και να που τώρα, σε κοινωνικό επίπεδο, προέκυψε στην αμερικανική «κανονικότητα» τούτο το πρωτοφανές «ζόρι». Το πράγμα δείχνει πολύ ενδιαφέρον...

9 Ιουνίου 2020 / Πηγή : kommon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου