Γράφει ο Δημήτρης Μπελαντής
Παρά το γεγονός ότι η Κεντροαριστερά εξακολουθεί να είναι βαριά λαβωμένη στην κεντρική πολιτική σκηνή, και να επωμίζεται πολύ μεγάλο μέρος από την οξεία κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, παρότι αυτός ο χώρος έχει καταστεί συνώνυμος με μια προκλητική κρατική διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και με την διαπλοκή/διαφθορά ως όψη της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, οι εκπρόσωποί του στον αυτοδιοικητικό χώρο και ιδίως στις μεγάλες διοικητικές συσσωματώσεις πάνε καλά και συχνά καλύτερα από τους εκπροσώπους του δικού μας χώρου (πράγμα που δεν μειώνει καθόλου τις δικές μας επιτυχίες ιδιαίτερα στην Αττική και στην Αθήνα). Αυτή η τάση είχε εκφρασθεί τους προηγούμενους μήνες στις εκλογές στο ΤΕΕ και στους Δικηγορικούς Συλλόγους (ιδίως της Αθήνας), γεγονός που έδειχνε ότι η Κεντροαριστερά υπερεκπροσωπείται ακόμη στους οργανισμούς εκπροσώπησης της μορφωμένης μεσαίας ή μικροαστικής τάξης και μάλιστα γύρω από μορφές συχνά που ασκούν κάποια έλξη με βάση κάποια «βοναπαρτιστικά» προσωποπαγή χαρακτηριστικά (βλ. περίπτωση του ΔΣ Αθήνας).
Τι είναι αυτό που συγκρατεί ποσοτικά την Κεντροαριστερά σε αυτούς τους χώρους; Aς θυμίσουμε εδώ ότι ως και την δεκαετία του 1980 σε πολλούς δήμους (ιδίως της Β’ Πειραιά αλλά και της Β’ Αθήνας και ιδίως στην Δυτική Αθήνα) κυριαρχούσε η κομμουνιστική Αριστερά κατά τρόπο που συνέχιζε την εδαίτικη και μετεμφυλιακή παράδοση. Οι δήμοι αυτοί δεν ήταν «πεδία λαϊκής συμμετοχής», αλλά αντερείσματα της Αριστεράς προς τον κυβερνητικό μηχανισμό και ορμητήρια αμφισβήτησης της αστικής κυβερνητικής υπεροχής. Σταδιακά, το ΠΑΣΟΚ ανέτρεψε την Αριστερά και εμπέδωσε σε πολύ μεγάλη κλίμακα την επιρροή του στον αυτοδιοικητικό χώρο, την οποία σε κάποιο υπολογίσιμο βαθμό διατηρεί, παρά την γενική φθορά του, μέχρι και σήμερα.
Αντίθετα προς μια ευρέως διαδεδομένη άποψη, δεν ήταν το σταδιακά νεοσοσιαλδημοκρατικό κόμμα αυτό που «άλωσε» ή «κομματικοποίησε» το κράτος και τον διοικητικό του μηχανισμό, αλλά, αντιθέτως, ήταν το αστικό κράτος που αποίκισε και «άλωσε» βαθμιαία αυτό το κόμμα και το έστρεψε προς την μαζική ικανοποίηση των δικών του κυριαρχικών και διοικητικών αναγκών, μετασχηματίζοντας –όπως και στην Γαλλία μετά τον Μάη- τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό σε υλικό για μια νέα αστική κρατική κυριαρχία. Διαμορφώθηκε, δηλαδή, ένα ισχυρό πολιτικό κόμμα, με έντονη «φιλολαϊκή» (τουλάχιστον αρχικά) πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση, το οποίο ανέλαβε υποκαθιστώντας τα παλαιά «πελατειακά δίκτυα» της Δεξιάς να συμπληρώσει και να ολοκληρώσει την κεντροαριστερή κυβερνητική διαχείριση. Μάλιστα, μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι χωρίς αυτήν την διοικητική πρακτική η ίδια η επί δεκαετίες κεντροαριστερή κυβερνητική διαχείριση θα ήταν από δύσκολη ως και αδύνατη. Αντιστρόφως, η διαχείριση της κυβέρνησης από την Κεντροαριστερά επί δεκαετίες πύκνωσε και ενίσχυσε το κεντροαριστερό αυτοδιοικητικό φαινόμενο.
Η σταδιακή επέκταση του αυτοδιοικητικού χώρου από τα μέσα του 1990 μέχρι και σήμερα (με τον δεύτερο αιρετό βαθμό αυτοδιοίκησης, την ενίσχυση της απορρόφησης και ανακατανομής κοινοτικών κονδυλίων, την πολιτική περιφερειοποίησης εντός της Ε.Ε. κλπ), αλλά και η όξυνση των προβλημάτων των μεγάλων επαγγελματικών ενώσεων συντείνει στην δημιουργία μεγάλων διοικητικών υπο-κρατών εντός του εθνικού κράτους, τα οποία λειτουργούν σε μια κατεύθυνση όχι μόνο συμπλήρωσης του έθνους-κράτους αλλά και διπλής πίεσης προς το έθνος-κράτος εντός των ολοκληρώσεων (μιας πίεσης από τα έξω προς τα μέσα με την εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε ευρύτερα διακρατικά πεδία και μιας πίεσης από τα μέσα προς τα έξω στην κατεύθυνση της εσωτερικής διαφοροποίησης εντός του εθνικού κράτους, της περιφερειοποίησης). Στα πλαίσια αυτών των υπο-κρατών, η ελληνική Κεντροαριστερά (όπως και ήπιες μορφές ή εκδοχές της Αριστεράς κατά καιρούς) αποτελεί το κατ’ εξοχήν διοικητικό κόμμα, μια μορφή «βαθέος» κράτους, το οποίο ουδέποτε ηττήθηκε κατά κράτος ούτε υποχώρησε ποτέ ποιοτικά σε αυτό το πεδίο. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο «αμφίσημος», σχετικά «προοδευτικός», μη δεξιός λόγος περί μιας ήπιας φιλελεύθερης διοικητικής αποτελεσματικότητας συνδέεται με μια πρακτική και μια μεγάλη υπαρκτή εμπειρία ως προς την διοίκηση, την διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, την συγκρότηση πελατειακών δικτύων, την σχέση με το τοπικό και «εθνικό» ή και υπερεθνικό κεφάλαιο, την προώθηση δημοσίων έργων και την διαχείριση κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων. Έτσι, οργανώνεται μια εκτεταμένη τοπική ιεραρχία μικρών, μεσαίων και μεγάλων διοικητικών αξιωματούχων τόσο στην Αυτοδιοίκηση όσο και στην κεντρική διοίκηση.
Θα ήταν λάθος να υποστηριχθεί ότι η αποκλειστική ή έστω και η κορυφαία διάσταση αυτού του φαινομένου είναι οι πελατειακές σχέσεις, παρά την ήδη εκτεταμένη ανάπτυξή τους. Οι πελατειακές σχέσεις υποβοηθούν και υποστηρίζουν την κυρίαρχη διοικητική πρακτική και ενσωματώνονται σε ευρύτερες σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης αλλά δεν τις εξαντλούν ούτε ερμηνεύουν πλήρως την κεντροαριστερή ανάπτυξη στον αυτοδιοικητικό και διοικητικό χώρο. Εν τέλει, αυτό που έχει κεντρική σημασία είναι η «νομιζόμενη» ή και πραγματική γραφειοκρατική και διοικητική επάρκεια ή και «υπερεπάρκεια» των κεντροαριστερών αρχόντων. Αυτή η «επάρκεια», χάρη στην πολύχρονη διαχείριση, αποκτά και τεχνοκρατικά ή οιονεί τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά. Επομένως, θεωρείται ότι η καθημερινότητα της ζωής των πληθυσμών και η βιοπολιτική της διαχείρισής τους εξαρτάται από την επάρκεια και σταθερότητα των κεντροαριστερών «καπετάνιων της διοίκησης».
Παρά το γεγονός ότι η λιτότητα και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αποδυνάμωσης των δημοσίων επενδύσεων ροκανίζουν την Αυτοδιοίκηση ως μηχανισμό και περιορίζουν τα περιθώρια δράσης της, υπάρχει ακόμη η αίσθηση σε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού ότι χρειάζεται τους διοικητικούς μηχανισμούς της Κεντροαριστεράς (ως «φερέγγυας» και «επαρκούς» διαχειριστικής δύναμης): είτε υπό την έννοια ότι δεν είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει κυβερνητική αλλαγή μετά την 25η Μαϊου, είτε υπό την έννοια ότι θα χρειαστεί τα εργαλεία των γραφειοκρατικών μηχανισμών και του κορπορατιστικού κράτους ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά του επόμενου κυβερνητικού κέντρου.
Ποια είναι, όμως, αυτά τα εργαλεία; Είναι, πρώτα απ’ όλα, η επίλυση άμεσων διοικητικών προβλημάτων στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης (π.χ. έργα, κατανομή πόρων, ασφάλεια και αστυνόμευση, λειτουργίες καθαριότητας και απορριμάτων κλπ), όπου η Κεντροαριστερά «νομίζεται» ότι έχει διαχειριστική ικανότητα. Κατά δεύτερον, πρόκειται για το σημαντικότατο ζήτημα του νεοφιλελεύθερου ή σοσιαλφιλελεύθερου κορπορατισμού, της ατομικής δηλαδή ή κατ’ ομάδες διαβίωσης εντός του ακραίου νεοφιλελεύθερου τοπίου: της μη απόλυσης ή της αναστολής της απόλυσης, του διορισμού/πρόσληψης έστω και για μικρά διαστήματα μέσω προγραμμάτων, της επίλυσης αντιθέσεων που αφορούν παροχές, καταβολές, ρύθμιση χρεών και υποχρεώσεων, διευθετήσεις, ρυθμίσεις για τα νερό και το ρεύμα, δίκτυα αλληλεγγύης ή και καθαρής φιλανθρωπίας, καθεστώτα ασφάλειας, ελέγχου και επιτήρησης της «εγκληματικότητας» κλπ. Όλα τα παραπάνω γιγαντώνονται ως ανάγκες εντός της κρίσης και της διαρκούς κυβερνησιμότητας της «έκτακτης ανάγκης» και η κεντροαριστερή τους διαχείριση εμφανίζεται ως «πειστική». Σε όλα αυτά δεν δίνονται οριστικές ποιοτικές λύσεις αλλά λύσεις «διαρκούς μερικής διαχείρισης της ανάγκης» και αγοράς πολιτικού χρόνου. Επιπλέον, η σύνδεση της Κεντροαριστεράς στην Αυτοδιοίκηση με τα κεφαλαιακά συμφέροντα και μπλοκ δεν ερμηνεύεται πάντοτε ως «διαπλοκή» ή και αν ερμηνεύεται ως «διαπλοκή» έχει και «καλές όψεις»: η καλή σχέση με το κεφάλαιο, ιδίως εκεί όπου συναντάται η αυτοδιοικητική και η καπιταλιστική επιχειρηματική δράση, κατανοείται περισσότερο ως αρετή παρά ως μειονέκτημα.
Προκύπτει, λοιπόν, μια «μαζική νοητική κατασκευή» που όμως έχει ισχυρές συνέπειες στην συνείδηση των ανθρώπων, η «κατασκευή» της υπεροχής των κεντροαριστερών αρχόντων στην διαχείριση των υπο-κρατών και στην διαχείριση της καθημερινότητας και των προβλημάτων της. Είναι αρκετά πιθανό το ότι αυτή η «κατασκευή» έχει και πραγματική αντανάκλαση, χωρίς, όμως, αυτό να είναι το τελικά καθοριστικό ζήτημα. Επίσης, είναι προφανές το ότι αυτή η διοικητική «επάρκεια» και «ικανότητα» αποθεώνει τις προβληματικές της ανάθεσης, της μη ελέγξιμης αντιπροσώπευσης καθώς και του χαρισματικού ή έστω ( όλο και περισσότερο) τεχνοκρατικά ικανού διοικητικού αξιωματούχου. Κατά τρόπο που προέρχεται από την ίδια την μετάβαση στον μονοπωλιακό καπιταλισμό και την ενίσχυση του «τεχνικού πράττειν» έναντι του «καθολικού πολιτικού πράττειν» του πρώιμου Διαφωτισμού αλλά και που θυμίζει την νεότερη (21ος αιώνας) προβληματική της «μεταδημοκρατίας», οι πολίτες αναθέτουν στον «έμπειρο» και «επαρκή» την επίλυση των προβλημάτων τους απεμπλεκόμενοι από την υποχρέωση της «διαρκούς κινητοποιησιμότητας και συμμετοχής».
Αλλά και απεμπλεκόμενοι από την αναζήτηση της πολιτικής διαφορετικότητας και της εναλλακτικής πολιτικής ποιότητας: ίσως αυτό να είναι και το μυστικό της δύναμης των συνδυασμών που εμφανίζονται ως «λευκοί» και «ακομμάτιστοι» και πάνε όντως αρκετά καλά στις εκλογές: ότι δηλαδή οι άνθρωποι αποδεσμεύονται όχι απλώς από τα κόμματα αλλά από την ίδια την «πολιτική». Επιπλέον δε, η «ομαδοποίηση» ή «φυλετοποίηση» εντός του μετανεοτερικού πλαισίου και ο ανταγωνισμός ομάδων όχι βάσει της κοινωνικής τάξης αλλά βάσει διαβαθμισμένων ετερογενών δικαιωμάτων είναι ακόμη μια διάσταση που υποβοηθά την κεντροαριστερή διοικητική παρέμβαση. Αυτά φαίνονται να είναι τα ισχυρά ακόμη στοιχεία της κεντροαριστερής διαχείρισης.
Με βάση τα παραπάνω, η αντοχή της Κεντροαριστεράς στα πεδία των υπο-κρατών αναδεικνύει και μια ιδιαίτερη ποιότητα των κεντροαριστερών κομμάτων στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου κράτους ανάγκης. Αν στην Ελλάδα η ιδιαίτερη ιδεολογική και αξιακή αντίθεση στην Αριστερά και στα κοινωνικά κινήματα εκπορεύεται στο επίπεδο της ρητορείας για λόγους σχετικούς με την πόλωση του 2012 περισσότερο από την Δεξιά και ιδίως από το μείγμα νεοφιλελευθερισμού και νεοσυντηρητισμού- παρά το γεγονός ότι η νομική αντιμετώπιση του φασισμού ανέδειξε και ισχυρά «φιλελεύθερα» και «αντιαυταρχικά» κεντροαριστερά στοιχεία εντός της αστικής πολιτικής νομιμοποίησης, τα οποία δεν είναι αμελητέα-, η ιδιαίτερη καπιταλιστική διοικητική πρακτική και ιδεολογία χαρακτηρίζει ιδίως το ΠΑΣΟΚ και την ευρύτερη Κεντροαριστερά. Είναι , με όρους χειρισμού των κυριαρχούμενων τάξεων και βιοπολιτικής κυβερνησιμότητας, το κόμμα που διαπερνά και συνέχει ιδεολογικά και πρακτικά τους κρατικούς (κεντρικούς διοικητικούς και αυτοδιοικητικούς) μηχανισμούς, το κεντρικό κόμμα με τους όρους του Πουλαντζά του σύγχρονου αυταρχικού κρατισμού και του κοινοβουλευτισμού έκτακτης ανάγκης. Βεβαίως, αυτή η κατάσταση δεν είναι αναντίστρεπτη ούτε είναι βέβαιο ότι θα πετυχαίνει πάντοτε: αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι είτε θα ανατραπεί μέσα από την ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα στα πλαίσια ενός «πολέμου θέσεων» και μιας ριζοσπαστικής αλλαγής του κυβερνητικού κέντρου εξουσίας είτε θα εμπλουτισθεί μέσα από πιθανές ανακατατάξεις της Κεντροαριστεράς και μετριοπαθείς «μιλερανικές» εμπλοκές της ίδιας της Αριστεράς.
Επίσης, όπως επεσήμαινε ο Πουλαντζάς ήδη από την εποχή του «Φασισμός και Δικτατορία (αρχές της δεκαετίας του 1970) αλλά και όπως υποδηλώνει ο πυρήνας του φουκωϊκού έργου, η αντοχή της Κεντροαριστεράς στην Αυτοδιοίκηση (σε μηχανισμούς δηλαδή που ταλαντεύονται ανάμεσα στην «κοινωνία των πολιτών» και στην αυστηρά πολιτική κοινωνία υπό την έννοια της κρατικής εξαναγκαστικής πολιτικής και της άμεσης κυβερνησιμότητας) σχετίζεται με μια «τρίτη» διάσταση της κρατικής πολιτικής που διαφεύγει από το κλασσικό δίπολο καταστολή/χειραγώγηση, αν και συνδέεται αναγκαστικά με την χειραγώγηση όσο και με την καταστολή (π.χ. προβλήματα ασφάλειας, όπως βιώνονται σήμερα): την διάσταση της διάπλασης της καθημερινότητας και του «θετικού»/ νεργητικού μετασχηματισμού της ζωής των ανθρώπων πάντοτε στα πλαίσια του γενικού συμφέροντος του κεφαλαίου και της αστικής τάξης ως ηγεμονικής δύναμης της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει, πρώτα απ’όλα, σε περιόδους κρίσης και την δυνατότητα αυτού που αποτελεί την «θετική» μετασχηματιστική όψη της κρατικής δράσης να αντιστοιχεί σε όψεις αναδίπλωσης και «παθητικής επανάστασης» εντός των κυριαρχούμενων τάξεων, σε όψεις δηλαδή αναδίπλωσης της αντιηγεμονικής τους δράσης και δύναμης.
Ως προς τα παραπάνω δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις διεξόδου για την ριζοσπαστική Αριστερά, ακόμη και αν καταλάβει σχετικά σύντομα το κυβερνητικό κέντρο εξουσίας. Υπάρχει, όμως, μια σαφής αρνητική εμπειρία που δεν πρέπει να επαναληφθεί: διατηρώντας την αυτονομία και την σχετική «εξωτερικότητά» της προς την κλασική κυβερνησιμότητα του καπιταλιστικού κράτους, η Αριστερά οφείλει να μην μετασχηματισθεί στο «νέο» μαζικό κυβερνητικό και διοικητικό κόμμα του σύγχρονου αυταρχικού κρατισμού, αλλά και να αποδυναμώσει/καταβάλει το ήδη υπαρκτό με την μακροχρόνια δράση της. Αυτό συνεάγεται μια νέα διοικητική πρακτική, εδραιωμένη και αναπαραγόμενη μέσα από τα κοινωνικά κινήματα και με ισχυρό και διαρκή τον παράγοντα της εργατικής/λαϊκής/κοινωνικής διαρκούς κινητοποίησης. Χωρίς αυτόν, μπορεί να επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός του Χέγκελ ότι το μόνο που διδασκόμαστε από την Ιστορία είναι ότι δεν διδασκόμαστε τίποτε.
Τι είναι αυτό που συγκρατεί ποσοτικά την Κεντροαριστερά σε αυτούς τους χώρους; Aς θυμίσουμε εδώ ότι ως και την δεκαετία του 1980 σε πολλούς δήμους (ιδίως της Β’ Πειραιά αλλά και της Β’ Αθήνας και ιδίως στην Δυτική Αθήνα) κυριαρχούσε η κομμουνιστική Αριστερά κατά τρόπο που συνέχιζε την εδαίτικη και μετεμφυλιακή παράδοση. Οι δήμοι αυτοί δεν ήταν «πεδία λαϊκής συμμετοχής», αλλά αντερείσματα της Αριστεράς προς τον κυβερνητικό μηχανισμό και ορμητήρια αμφισβήτησης της αστικής κυβερνητικής υπεροχής. Σταδιακά, το ΠΑΣΟΚ ανέτρεψε την Αριστερά και εμπέδωσε σε πολύ μεγάλη κλίμακα την επιρροή του στον αυτοδιοικητικό χώρο, την οποία σε κάποιο υπολογίσιμο βαθμό διατηρεί, παρά την γενική φθορά του, μέχρι και σήμερα.
Αντίθετα προς μια ευρέως διαδεδομένη άποψη, δεν ήταν το σταδιακά νεοσοσιαλδημοκρατικό κόμμα αυτό που «άλωσε» ή «κομματικοποίησε» το κράτος και τον διοικητικό του μηχανισμό, αλλά, αντιθέτως, ήταν το αστικό κράτος που αποίκισε και «άλωσε» βαθμιαία αυτό το κόμμα και το έστρεψε προς την μαζική ικανοποίηση των δικών του κυριαρχικών και διοικητικών αναγκών, μετασχηματίζοντας –όπως και στην Γαλλία μετά τον Μάη- τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό σε υλικό για μια νέα αστική κρατική κυριαρχία. Διαμορφώθηκε, δηλαδή, ένα ισχυρό πολιτικό κόμμα, με έντονη «φιλολαϊκή» (τουλάχιστον αρχικά) πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση, το οποίο ανέλαβε υποκαθιστώντας τα παλαιά «πελατειακά δίκτυα» της Δεξιάς να συμπληρώσει και να ολοκληρώσει την κεντροαριστερή κυβερνητική διαχείριση. Μάλιστα, μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι χωρίς αυτήν την διοικητική πρακτική η ίδια η επί δεκαετίες κεντροαριστερή κυβερνητική διαχείριση θα ήταν από δύσκολη ως και αδύνατη. Αντιστρόφως, η διαχείριση της κυβέρνησης από την Κεντροαριστερά επί δεκαετίες πύκνωσε και ενίσχυσε το κεντροαριστερό αυτοδιοικητικό φαινόμενο.
Η σταδιακή επέκταση του αυτοδιοικητικού χώρου από τα μέσα του 1990 μέχρι και σήμερα (με τον δεύτερο αιρετό βαθμό αυτοδιοίκησης, την ενίσχυση της απορρόφησης και ανακατανομής κοινοτικών κονδυλίων, την πολιτική περιφερειοποίησης εντός της Ε.Ε. κλπ), αλλά και η όξυνση των προβλημάτων των μεγάλων επαγγελματικών ενώσεων συντείνει στην δημιουργία μεγάλων διοικητικών υπο-κρατών εντός του εθνικού κράτους, τα οποία λειτουργούν σε μια κατεύθυνση όχι μόνο συμπλήρωσης του έθνους-κράτους αλλά και διπλής πίεσης προς το έθνος-κράτος εντός των ολοκληρώσεων (μιας πίεσης από τα έξω προς τα μέσα με την εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε ευρύτερα διακρατικά πεδία και μιας πίεσης από τα μέσα προς τα έξω στην κατεύθυνση της εσωτερικής διαφοροποίησης εντός του εθνικού κράτους, της περιφερειοποίησης). Στα πλαίσια αυτών των υπο-κρατών, η ελληνική Κεντροαριστερά (όπως και ήπιες μορφές ή εκδοχές της Αριστεράς κατά καιρούς) αποτελεί το κατ’ εξοχήν διοικητικό κόμμα, μια μορφή «βαθέος» κράτους, το οποίο ουδέποτε ηττήθηκε κατά κράτος ούτε υποχώρησε ποτέ ποιοτικά σε αυτό το πεδίο. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο «αμφίσημος», σχετικά «προοδευτικός», μη δεξιός λόγος περί μιας ήπιας φιλελεύθερης διοικητικής αποτελεσματικότητας συνδέεται με μια πρακτική και μια μεγάλη υπαρκτή εμπειρία ως προς την διοίκηση, την διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, την συγκρότηση πελατειακών δικτύων, την σχέση με το τοπικό και «εθνικό» ή και υπερεθνικό κεφάλαιο, την προώθηση δημοσίων έργων και την διαχείριση κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων. Έτσι, οργανώνεται μια εκτεταμένη τοπική ιεραρχία μικρών, μεσαίων και μεγάλων διοικητικών αξιωματούχων τόσο στην Αυτοδιοίκηση όσο και στην κεντρική διοίκηση.
Θα ήταν λάθος να υποστηριχθεί ότι η αποκλειστική ή έστω και η κορυφαία διάσταση αυτού του φαινομένου είναι οι πελατειακές σχέσεις, παρά την ήδη εκτεταμένη ανάπτυξή τους. Οι πελατειακές σχέσεις υποβοηθούν και υποστηρίζουν την κυρίαρχη διοικητική πρακτική και ενσωματώνονται σε ευρύτερες σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης αλλά δεν τις εξαντλούν ούτε ερμηνεύουν πλήρως την κεντροαριστερή ανάπτυξη στον αυτοδιοικητικό και διοικητικό χώρο. Εν τέλει, αυτό που έχει κεντρική σημασία είναι η «νομιζόμενη» ή και πραγματική γραφειοκρατική και διοικητική επάρκεια ή και «υπερεπάρκεια» των κεντροαριστερών αρχόντων. Αυτή η «επάρκεια», χάρη στην πολύχρονη διαχείριση, αποκτά και τεχνοκρατικά ή οιονεί τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά. Επομένως, θεωρείται ότι η καθημερινότητα της ζωής των πληθυσμών και η βιοπολιτική της διαχείρισής τους εξαρτάται από την επάρκεια και σταθερότητα των κεντροαριστερών «καπετάνιων της διοίκησης».
Παρά το γεγονός ότι η λιτότητα και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αποδυνάμωσης των δημοσίων επενδύσεων ροκανίζουν την Αυτοδιοίκηση ως μηχανισμό και περιορίζουν τα περιθώρια δράσης της, υπάρχει ακόμη η αίσθηση σε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού ότι χρειάζεται τους διοικητικούς μηχανισμούς της Κεντροαριστεράς (ως «φερέγγυας» και «επαρκούς» διαχειριστικής δύναμης): είτε υπό την έννοια ότι δεν είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει κυβερνητική αλλαγή μετά την 25η Μαϊου, είτε υπό την έννοια ότι θα χρειαστεί τα εργαλεία των γραφειοκρατικών μηχανισμών και του κορπορατιστικού κράτους ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά του επόμενου κυβερνητικού κέντρου.
Ποια είναι, όμως, αυτά τα εργαλεία; Είναι, πρώτα απ’ όλα, η επίλυση άμεσων διοικητικών προβλημάτων στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης (π.χ. έργα, κατανομή πόρων, ασφάλεια και αστυνόμευση, λειτουργίες καθαριότητας και απορριμάτων κλπ), όπου η Κεντροαριστερά «νομίζεται» ότι έχει διαχειριστική ικανότητα. Κατά δεύτερον, πρόκειται για το σημαντικότατο ζήτημα του νεοφιλελεύθερου ή σοσιαλφιλελεύθερου κορπορατισμού, της ατομικής δηλαδή ή κατ’ ομάδες διαβίωσης εντός του ακραίου νεοφιλελεύθερου τοπίου: της μη απόλυσης ή της αναστολής της απόλυσης, του διορισμού/πρόσληψης έστω και για μικρά διαστήματα μέσω προγραμμάτων, της επίλυσης αντιθέσεων που αφορούν παροχές, καταβολές, ρύθμιση χρεών και υποχρεώσεων, διευθετήσεις, ρυθμίσεις για τα νερό και το ρεύμα, δίκτυα αλληλεγγύης ή και καθαρής φιλανθρωπίας, καθεστώτα ασφάλειας, ελέγχου και επιτήρησης της «εγκληματικότητας» κλπ. Όλα τα παραπάνω γιγαντώνονται ως ανάγκες εντός της κρίσης και της διαρκούς κυβερνησιμότητας της «έκτακτης ανάγκης» και η κεντροαριστερή τους διαχείριση εμφανίζεται ως «πειστική». Σε όλα αυτά δεν δίνονται οριστικές ποιοτικές λύσεις αλλά λύσεις «διαρκούς μερικής διαχείρισης της ανάγκης» και αγοράς πολιτικού χρόνου. Επιπλέον, η σύνδεση της Κεντροαριστεράς στην Αυτοδιοίκηση με τα κεφαλαιακά συμφέροντα και μπλοκ δεν ερμηνεύεται πάντοτε ως «διαπλοκή» ή και αν ερμηνεύεται ως «διαπλοκή» έχει και «καλές όψεις»: η καλή σχέση με το κεφάλαιο, ιδίως εκεί όπου συναντάται η αυτοδιοικητική και η καπιταλιστική επιχειρηματική δράση, κατανοείται περισσότερο ως αρετή παρά ως μειονέκτημα.
Προκύπτει, λοιπόν, μια «μαζική νοητική κατασκευή» που όμως έχει ισχυρές συνέπειες στην συνείδηση των ανθρώπων, η «κατασκευή» της υπεροχής των κεντροαριστερών αρχόντων στην διαχείριση των υπο-κρατών και στην διαχείριση της καθημερινότητας και των προβλημάτων της. Είναι αρκετά πιθανό το ότι αυτή η «κατασκευή» έχει και πραγματική αντανάκλαση, χωρίς, όμως, αυτό να είναι το τελικά καθοριστικό ζήτημα. Επίσης, είναι προφανές το ότι αυτή η διοικητική «επάρκεια» και «ικανότητα» αποθεώνει τις προβληματικές της ανάθεσης, της μη ελέγξιμης αντιπροσώπευσης καθώς και του χαρισματικού ή έστω ( όλο και περισσότερο) τεχνοκρατικά ικανού διοικητικού αξιωματούχου. Κατά τρόπο που προέρχεται από την ίδια την μετάβαση στον μονοπωλιακό καπιταλισμό και την ενίσχυση του «τεχνικού πράττειν» έναντι του «καθολικού πολιτικού πράττειν» του πρώιμου Διαφωτισμού αλλά και που θυμίζει την νεότερη (21ος αιώνας) προβληματική της «μεταδημοκρατίας», οι πολίτες αναθέτουν στον «έμπειρο» και «επαρκή» την επίλυση των προβλημάτων τους απεμπλεκόμενοι από την υποχρέωση της «διαρκούς κινητοποιησιμότητας και συμμετοχής».
Αλλά και απεμπλεκόμενοι από την αναζήτηση της πολιτικής διαφορετικότητας και της εναλλακτικής πολιτικής ποιότητας: ίσως αυτό να είναι και το μυστικό της δύναμης των συνδυασμών που εμφανίζονται ως «λευκοί» και «ακομμάτιστοι» και πάνε όντως αρκετά καλά στις εκλογές: ότι δηλαδή οι άνθρωποι αποδεσμεύονται όχι απλώς από τα κόμματα αλλά από την ίδια την «πολιτική». Επιπλέον δε, η «ομαδοποίηση» ή «φυλετοποίηση» εντός του μετανεοτερικού πλαισίου και ο ανταγωνισμός ομάδων όχι βάσει της κοινωνικής τάξης αλλά βάσει διαβαθμισμένων ετερογενών δικαιωμάτων είναι ακόμη μια διάσταση που υποβοηθά την κεντροαριστερή διοικητική παρέμβαση. Αυτά φαίνονται να είναι τα ισχυρά ακόμη στοιχεία της κεντροαριστερής διαχείρισης.
Με βάση τα παραπάνω, η αντοχή της Κεντροαριστεράς στα πεδία των υπο-κρατών αναδεικνύει και μια ιδιαίτερη ποιότητα των κεντροαριστερών κομμάτων στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου κράτους ανάγκης. Αν στην Ελλάδα η ιδιαίτερη ιδεολογική και αξιακή αντίθεση στην Αριστερά και στα κοινωνικά κινήματα εκπορεύεται στο επίπεδο της ρητορείας για λόγους σχετικούς με την πόλωση του 2012 περισσότερο από την Δεξιά και ιδίως από το μείγμα νεοφιλελευθερισμού και νεοσυντηρητισμού- παρά το γεγονός ότι η νομική αντιμετώπιση του φασισμού ανέδειξε και ισχυρά «φιλελεύθερα» και «αντιαυταρχικά» κεντροαριστερά στοιχεία εντός της αστικής πολιτικής νομιμοποίησης, τα οποία δεν είναι αμελητέα-, η ιδιαίτερη καπιταλιστική διοικητική πρακτική και ιδεολογία χαρακτηρίζει ιδίως το ΠΑΣΟΚ και την ευρύτερη Κεντροαριστερά. Είναι , με όρους χειρισμού των κυριαρχούμενων τάξεων και βιοπολιτικής κυβερνησιμότητας, το κόμμα που διαπερνά και συνέχει ιδεολογικά και πρακτικά τους κρατικούς (κεντρικούς διοικητικούς και αυτοδιοικητικούς) μηχανισμούς, το κεντρικό κόμμα με τους όρους του Πουλαντζά του σύγχρονου αυταρχικού κρατισμού και του κοινοβουλευτισμού έκτακτης ανάγκης. Βεβαίως, αυτή η κατάσταση δεν είναι αναντίστρεπτη ούτε είναι βέβαιο ότι θα πετυχαίνει πάντοτε: αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι είτε θα ανατραπεί μέσα από την ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα στα πλαίσια ενός «πολέμου θέσεων» και μιας ριζοσπαστικής αλλαγής του κυβερνητικού κέντρου εξουσίας είτε θα εμπλουτισθεί μέσα από πιθανές ανακατατάξεις της Κεντροαριστεράς και μετριοπαθείς «μιλερανικές» εμπλοκές της ίδιας της Αριστεράς.
Επίσης, όπως επεσήμαινε ο Πουλαντζάς ήδη από την εποχή του «Φασισμός και Δικτατορία (αρχές της δεκαετίας του 1970) αλλά και όπως υποδηλώνει ο πυρήνας του φουκωϊκού έργου, η αντοχή της Κεντροαριστεράς στην Αυτοδιοίκηση (σε μηχανισμούς δηλαδή που ταλαντεύονται ανάμεσα στην «κοινωνία των πολιτών» και στην αυστηρά πολιτική κοινωνία υπό την έννοια της κρατικής εξαναγκαστικής πολιτικής και της άμεσης κυβερνησιμότητας) σχετίζεται με μια «τρίτη» διάσταση της κρατικής πολιτικής που διαφεύγει από το κλασσικό δίπολο καταστολή/χειραγώγηση, αν και συνδέεται αναγκαστικά με την χειραγώγηση όσο και με την καταστολή (π.χ. προβλήματα ασφάλειας, όπως βιώνονται σήμερα): την διάσταση της διάπλασης της καθημερινότητας και του «θετικού»/ νεργητικού μετασχηματισμού της ζωής των ανθρώπων πάντοτε στα πλαίσια του γενικού συμφέροντος του κεφαλαίου και της αστικής τάξης ως ηγεμονικής δύναμης της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει, πρώτα απ’όλα, σε περιόδους κρίσης και την δυνατότητα αυτού που αποτελεί την «θετική» μετασχηματιστική όψη της κρατικής δράσης να αντιστοιχεί σε όψεις αναδίπλωσης και «παθητικής επανάστασης» εντός των κυριαρχούμενων τάξεων, σε όψεις δηλαδή αναδίπλωσης της αντιηγεμονικής τους δράσης και δύναμης.
Ως προς τα παραπάνω δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις διεξόδου για την ριζοσπαστική Αριστερά, ακόμη και αν καταλάβει σχετικά σύντομα το κυβερνητικό κέντρο εξουσίας. Υπάρχει, όμως, μια σαφής αρνητική εμπειρία που δεν πρέπει να επαναληφθεί: διατηρώντας την αυτονομία και την σχετική «εξωτερικότητά» της προς την κλασική κυβερνησιμότητα του καπιταλιστικού κράτους, η Αριστερά οφείλει να μην μετασχηματισθεί στο «νέο» μαζικό κυβερνητικό και διοικητικό κόμμα του σύγχρονου αυταρχικού κρατισμού, αλλά και να αποδυναμώσει/καταβάλει το ήδη υπαρκτό με την μακροχρόνια δράση της. Αυτό συνεάγεται μια νέα διοικητική πρακτική, εδραιωμένη και αναπαραγόμενη μέσα από τα κοινωνικά κινήματα και με ισχυρό και διαρκή τον παράγοντα της εργατικής/λαϊκής/κοινωνικής διαρκούς κινητοποίησης. Χωρίς αυτόν, μπορεί να επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός του Χέγκελ ότι το μόνο που διδασκόμαστε από την Ιστορία είναι ότι δεν διδασκόμαστε τίποτε.
24 Μαΐου 2014 / Πηγή : rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου