Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα ...

Εκ της διευθύνσεως

Αυτός ο άνθρωπος είναι να μην αποφασίσει να λύσει ένα πρόβλημα . Αν το κάνει δεν τον σταματάει τίποτα ! Μετά την 17ωρη διαπραγμάτευση τον έρπητα και την επιτυχία του τρίτου μνημονίου , την περιφανή νίκη στα εθνικά θέματα με την Συμφωνία των Πρεσπών ήρθε η ώρα για το διαχωρισμό Εκκλησίας - Κράτους και μόνο ένας εγκάθετος δεν μπορεί να δει ότι ... ουσιαστικά δεν έγινε τίποτα .Το κοινό ανακοινωθέν αποτελεί ένα ακόμα προεκλογικό πυροτέχνημα του πρωθυπουργού μία ακόμα Ιθάκη και για άλλη μία φορά κάνει μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα , τον ιδρώτα του Έλληνα φορολογούμενου.

Η συμφωνία Τσίπρα Ιερώνυμου αφορά κυρίως δύο θέματα 

α) την μισθοδοσία του κλήρου που πλέον δεν θα θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι, ωστόσο η Πολιτεία αναλαμβάνει να δίνει στην Εκκλησία τα 198 εκατ. ευρώ ετησίως, που αντιστοιχούν στο κόστος της μισθοδοσίας των κληρικών 
β) την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, με τη σύσταση κοινής εταιρείας Δημοσίου - Εκκλησίας, στη βάση της συμφωνίας που είχε νομοθετηθεί ήδη από το 2013, από την κυβέρνηση Σαμαρά (ν.4982/13). Η κυβέρνηση προχωρά στην παραίτηση του Δημοσίου από την διεκδίκηση της διαφιλονικούμενης «εκκλησιαστικής περιουσίας» αποσύροντας την αμφισβήτηση που εγείρει το ελληνικό δημόσιο από το 1952 για αυτές τις τεράστιες εκτάσεις και περιουσίες και παραδίδοντας το 50% αυτών στην Εκκλησία και στις μητροπόλεις .
Όσο για το τρίτο ζήτημα που απασχόλησε τη συνάντηση, τη συνταγματική αναθεώρηση, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δέχθηκε διαβεβαιώσεις από τον πρωθυπουργό ότι θα διασφαλισθούν οι διακριτοί ρόλοι Κράτους - Εκκλησίας, πράγμα που σημαίνει ότι αναφορές σε προοίμιο και άρθρο 3 του Συντάγματος παραμένουν ως έχουν.

Το κοινό ανακοινωθέν έχει ως εξής:

Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μας.

Στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.

Για τον λόγο αυτό, εκφράζουμε σήμερα την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και πιο συγκεκριμένα προτείνουμε τα εξής:

1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.

2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.

3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.

4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.

5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.

6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.

7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.

9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.

11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.

12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.

13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.

14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.

15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου