Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Ζει, ακόμη, η ξενοφοβική κουλτούρα



Γράφει ο Γιώργος Σταματόπουλος

Την ησυχία και την απόλαυση του πρωινού καφέ, έστω σε βεράντα στον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας στα Πατήσια, διατάραξε έντονη λογομαχία από τον εξωτερικό χώρο. Γυνή τις ύβριζε έναν αμήχανο, κακόμοιρο αλλόχρωμο -δεν ξέρω ποία ήτο η αιτία [η αφορμή, απ’ ό,τι αποδείχτηκε εκ των υστέρων]. Ακούστηκαν φοβερά λόγια, όπως: «Ακου δω, παλιόχρωμε (!), εδώ είναι Ελλάδα, δεν θα μας πεις εσύ τι θα κάνουμε». Βγαίνω στην άκρη του μπαλκονιού. Ενας νεαρός, όντως μελαψός, φεύγει αμίλητος με σκυμμένο το κεφάλι [και πονεμένη προφανώς την ψυχούλα του].

Δεν κρατιέμαι. «Τι το ξεχωριστό έχει, κυρία μου, η Ελλάδα και δεν μπορεί να αντέξει τον νεαρό;». Αγαλμα -προς στιγμήν- η άγνωστη κυρία. Προς στιγμήν. Μετά άρχισαν οι πολυβολισμοί: «Βρε άει στο διάολο πρωί πρωί, που θα μας πεις για την Ελλάδα, ξινέ (!)». Επιμένω: «Νομίζεις, κυρία μου, ότι είσαι Ελληνίδα και ότι κάτι είσαι; Είσαι περήφανη που ζεις σε μια τέτοια χώρα [εάν συνέχιζα: που όλα τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά; Δεν το τόλμησα, για πολλούς λόγους, κυρίως γιατί ήταν οχτώ η ώρα το πρωί και πολλοί θα κοιμούνταν ακόμη -μην τους αναστατώσω...]».

Αρχισε να βγάζει αφρούς από το στόμα. «Σε μένα, ρε, θα πεις αν είμαι υπερήφανη που είμαι Ελληνίδα; Ναι, ρε, είμαι και το καυχιέμαι, κωλοαριστερέ, πρωί πρωί. Κατέβα, ρε, κάτω να σου πω αν είμαι Ελληνίδα και τι σημαίνει [κάπως έτσι] Ελληνίδα». Χαμογελώ. Κατεβαίνω, λέω. Είχε εξαφανιστεί, όταν έφτασα έξω στον δρόμο.

Δεν κατάφερα να μάθω τι είχε προηγηθεί, αλλά δεν είναι αυτό που μετράει -μετράει ο ρηχός και επικίνδυνος λόγος της άγνωστης κυρίας [και δίκιο να είχε στη διένεξή της, το έχασε από αυτό που κουβαλάει μέσα της, απ’ αυτό που διδάχτηκε, χρόνια τώρα]. Αυτή η διένεξη ήταν απλώς η αφορμή να ξεδιπλώσει την ξενοφοβική κουλτούρα της -τι άλλο; Ανεκτική κοινωνία η ελληνική και κουραφέξαλα.

Τις προάλλες ήμουν παρών σε μια «λαϊκή» συνέλευση, σε ορεινό χωριό της χώρας. Παρόντες, επίσης, ο δήμαρχος αλλά και ο πρόεδρος της κοινότητας. Ολοι έλεγαν τον καημό τους, τα παράπονά τους. Αλβανός τις, που μένει πάνω από είκοσι χρόνια στο χωριό [βαπτισμένος χριστιανός ο ίδιος και τα δύο παιδιά του, που βρίσκονται στην εφηβεία], είπε ο καψερός τι τον «έκαιγε». Ημασταν καμιά πενηνταριά νοματαίοι. Εξαλλος ο πρόεδρος του χωριού πετάγεται αναψοκοκκινισμένος από την καρέκλα του [ηλικίας είκοσι πέντε - τριάντα χρονώ περίπου] και αρχίζει να τον κατσαδιάζει: «Εσύ», του λέει με έντονα περιφρονητικό ύφος, «δεν έχεις καμία δουλειά εδώ. Να πας στο χωριό σου να πεις τα παράπονά σου». Τσιμουδιά από τη συνέλευση.

Ε, δεν αντέχω και μιλάω σε αυστηρό τόνο στον πρόεδρο [πρόεδρο!]. Οτι το χωριό του [του Αλβανού] είναι πλέον αυτό το χωριό, ότι είναι Ελληνας πολίτης με ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, ότι είναι ελεύθερος πολίτης και άλλα, που δεν θυμάμαι. Ο νεαρός πρόεδρος αναγκάστηκε να διακόψει τις ύβρεις, αλλά γενικά επικράτησε παγωμάρα μετά την αυτονόητη, κατ’ εμέ, παρέμβαση. Φίλος μου έλεγε μετά από μέρες ότι από τους πενήντα νοματαίους ζήτημα να συμφώνησαν με την παρέμβαση καμιά δεκαριά. Τι άλλο;

21 Σεπτεμβρίου 2018 / Πηγή : www.efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου